κλεμματιστής

κλεμματιστής
κλεμματιστής, ὁ (Μ)
αυτός που έχει τάση για κλοπή, κλέφτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέμμα, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *κλεμματίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”